Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαθαρρέω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
διαθετήρ
διαθέτης
διαθετικός
διαθέω
διαθεωρέω
διαθηγή
διαθήκη
View word page
διαθέρομαι
διαθέρομαι,
A). to be heated, Agath. 5.7 .


ShortDef

to be heated

Debugging

Headword:
διαθέρομαι
Headword (normalized):
διαθέρομαι
Headword (normalized/stripped):
διαθερομαι
IDX:
24790
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24791
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθέρομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be heated,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 5.7 </a>.</div> </div><br><br>'}