Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαζωστήρ
διαζώστρα
διαζωτικός
διαζώω
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
διαθέρομαι
διάθεσις
διαθεσμοθετέω
διαθεσμοθέτησις
View word page
διαθειόω
διαθειόω,
A). fumigate thoroughly, εὖδιεθείωσεν μέγαρον Od. 22.494 .


ShortDef

to fumigate thoroughly

Debugging

Headword:
διαθειόω
Headword (normalized):
διαθειόω
Headword (normalized/stripped):
διαθειοω
IDX:
24783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθειόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fumigate thoroughly,</span> <span class="quote greek">εὖδιεθείωσεν μέγαρον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc1:22:494" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0012.tlg002.perseus-grc2:22.494/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Od.</span> 22.494 </a> .</div> </div><br><br>'}