Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διάζωσμα
διαζωστήρ
διαζώστρα
διαζωτικός
διαζώω
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
διαθερμαίνω
διαθερμασία
διάθερμος
View word page
διαθάλπω
διαθάλπω,
A). warm through, Plu. 2.799b .


ShortDef

warm through

Debugging

Headword:
διαθάλπω
Headword (normalized):
διαθάλπω
Headword (normalized/stripped):
διαθαλπω
IDX:
24779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24780
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαθάλπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">warm through,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.799b </span>.</div> </div><br><br>'}