Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάζωμα
διαζωμάτιον
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διάζωσμα
διαζωστήρ
διαζώστρα
διαζωτικός
διαζώω
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
διαθαρρέω
διαθεάομαι
διαθεατέον
διαθειόω
διαθέλγω
διάθεμα
διαθερίζω
View word page
διαζώω
διαζώω,
A). v. διαζάω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαζώω
Headword (normalized):
διαζώω
Headword (normalized/stripped):
διαζωω
IDX:
24776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24777
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαζώω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαζάω.</span> </div> </div><br><br>'}