Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζυγία
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμάτιον
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διάζωσμα
διαζωστήρ
διαζώστρα
διαζωτικός
διαζώω
διάημι
διαθαλασσεύω
διαθάλπω
View word page
διαζώνη
δια-ζώνη
,
ἡ
,
A).
girdle,
Aq.
Ex.
29.9
.
ShortDef
girdle
Debugging
Headword:
διαζώνη
Headword (normalized):
διαζώνη
Headword (normalized/stripped):
διαζωνη
IDX:
24769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24770
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-ζώνη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">girdle,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ex.</span> 29.9 </span>.</div> </div><br><br>'}