Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζυγία
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμάτιον
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διάζωσμα
διαζωστήρ
διαζώστρα
διαζωτικός
διαζώω
διάημι
View word page
διαζωμάτιον
διαζωμάτιον, τό, Dim. of foreg. 1 , Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαζωμάτιον
Headword (normalized):
διαζωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
διαζωματιον
IDX:
24767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24768
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαζωμάτιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, Dim. of foreg. <span class="bibl"> 1 </span>, <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}