Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζυγία
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμάτιον
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
διάζωσις
διάζωσμα
διαζωστήρ
View word page
διαζυγία
διαζῠγία, ,=διάζευξις, AP 5.8 ( Rufin.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαζυγία
Headword (normalized):
διαζυγία
Headword (normalized/stripped):
διαζυγια
IDX:
24763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24764
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαζῠγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span> <span class="foreign greek">,=διάζευξις,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.8 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Rufin.</span></span>).</div><br><br>'}