Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάζευγμα
διαζευγμός
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζυγία
διαζύγιον
διαζωγραφέω
διάζωμα
διαζωμάτιον
διαζωμεύω
διαζώνη
διαζώννυμι
View word page
διαζήτησις
διαζήτ-ησις, εως, ,
A). inquiry, inquisition, Gloss.


ShortDef

inquiry, inquisition

Debugging

Headword:
διαζήτησις
Headword (normalized):
διαζήτησις
Headword (normalized/stripped):
διαζητησις
IDX:
24760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24761
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαζήτ-ησις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">inquiry, inquisition,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}