Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαειμένος
διαειπέμεν
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζευγμός
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
διαζυγή
διαζυγία
διαζύγιον
διαζωγραφέω
View word page
διαζέω
διαζέω,
A). boil through, Suid., cf. Hsch. s.v. διασμύχων.


ShortDef

boil through

Debugging

Headword:
διαζέω
Headword (normalized):
διαζέω
Headword (normalized/stripped):
διαζεω
IDX:
24755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24756
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαζέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">boil through,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, cf. Hsch. s.v. <span class="ref greek">διασμύχων.</span> </div> </div><br><br>'}