διάζευξις
διά-ζευξις, εως, ἡ,
A). disjoining, parting, τοῦ σώματος Phd. 88b ; δ. τε καὶ σύζευξιν ποιεῖσθαι Lg. 930b ; ἡ δ. τῶν γυναικῶν, in Crete, Pol. 1272a23 .
3). Gramm., disjunction, κατὰ διάζευξιν παραλαμβάνεσθαι Synt. 125.12 : in Logic, συμπλοκαὶ καὶ διαζεύξεις . 2.1011a
4). Medic., κατὰ διάζευξιν by exclusive reckoning, , al. 18(2).232