Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδω1
διαείδω2
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζευγμός
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
διάζομαι
View word page
διαζευγμός
δια-ζευγμός, ,
A). = διάζευξις , Plb. 10.7.1 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαζευγμός
Headword (normalized):
διαζευγμός
Headword (normalized/stripped):
διαζευγμος
IDX:
24751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24752
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-ζευγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάζευξις</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:10:7:1" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:10:7:1/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 10.7.1 </a>.</div> </div><br><br>'}