Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάδωμα
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδω1
διαείδω2
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζευγμός
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
διαζητέω
διαζήτησις
View word page
διάζευγμα
διά-ζευγμα, ατος, τό, dub. sens., perh.
A). bridge over or branch of a canal, PLond. 1.131.205 (i A.D.).


ShortDef

bridge

Debugging

Headword:
διάζευγμα
Headword (normalized):
διάζευγμα
Headword (normalized/stripped):
διαζευγμα
IDX:
24750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24751
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-ζευγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens., perh. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bridge</span> over or <span class="tr" style="font-weight: bold;">branch</span> of a canal, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.131.205 </span> (i A.D.).</div> </div><br><br>'}