Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάδυσις
διαδυτικός
διάδωμα
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδω1
διαείδω2
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζευγμός
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
διαζηλεύομαι
διαζηλοτυπέομαι
διάζησις
View word page
διαέριος
διᾱέριος, v. sub διηέριος.


ShortDef

high in air, transcendental

Debugging

Headword:
διαέριος
Headword (normalized):
διαέριος
Headword (normalized/stripped):
διαεριος
IDX:
24748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24749
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾱέριος</span>, v. sub <span class="foreign greek">διηέριος.</span> </div><br><br>'}