Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διάδωμα
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδω1
διαείδω2
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
διαζευγμός
διαζεύγνυμι
διαζευκτικός
διάζευξις
διαζέω
View word page
διαειμένος
διαειμένος
, pf. part. Pass. of
διΐημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαειμένος
Headword (normalized):
διαειμένος
Headword (normalized/stripped):
διαειμενος
IDX:
24745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24746
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαειμένος</span>, pf. part. Pass. of <span class="foreign greek">διΐημι.</span> </div><br><br>'}