Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδρασιπολῖται
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διάδωμα
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδω1
διαείδω2
διαειμένος
διαειπέμεν
διαείρω
διαέριος
διαζάω
διάζευγμα
View word page
διάδωμα
διάδωμα, ατος, τό, prob.
A). = διάζωμα , IGRom. 4.914 (fort. διάδομα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάδωμα
Headword (normalized):
διάδωμα
Headword (normalized/stripped):
διαδωμα
IDX:
24740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24741
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάδωμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάζωμα</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IGRom.</span> 4.914 </span> (fort. <span class="foreign greek">διάδομα</span>).</div> </div><br><br>'}