Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
διαδρασιπολῖται
διάδρασις
διαδράσσομαι
διαδρηστεύω
διαδρομή
διάδρομος
διαδυναστεύω
διαδύνω
διάδυσις
διαδυτικός
διάδωμα
διαδωρέομαι
διαειδής
διαείδω1
View word page
διαδρηστεύω
διαδρηστεύω
or
διαδρηπετεύω
,
A).
run off, go over to,
suggested emendations for
διεπρήστευσε
in
Hdt.
4.79
.
ShortDef
run off, go over to
Debugging
Headword:
διαδρηστεύω
Headword (normalized):
διαδρηστεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδρηστευω
IDX:
24733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24734
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδρηστεύω</span> or <span class="orth greek">διαδρηπετεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">run off, go over to,</span> suggested emendations for <span class="foreign greek">διεπρήστευσε</span> in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:4:79" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0016.tlg001.perseus-grc1:4.79/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hdt.</span> 4.79 </a>.</div> </div><br><br>'}