Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
διάδοχος
διαδραματίζω
View word page
διάδομα
διάδομα, ατος, τό,(διαδίδωμι)
A). distribution of money, IG 7.2715.64 (Acraeph.), Ἀρχ.Δελτ. 2.148 (pl.), UPZ 2.8 (ii B. C.).


ShortDef

distribution of money

Debugging

Headword:
διάδομα
Headword (normalized):
διάδομα
Headword (normalized/stripped):
διαδομα
IDX:
24719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24720
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάδομα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>,(<span class="etym greek">διαδίδωμι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distribution of money,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 7.2715.64 </span> (Acraeph.), <span class="quote greek">Ἀρχ.Δελτ.</span> <span class="bibl"> 2.148 </span> (pl.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">UPZ</span> 2.8 </span> (ii B. C.).</div> </div><br><br>'}