Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
διαδοχικός
View word page
διαδοκιμάζω
διαδοκῐμάζω,
A). distinguish by testing, τὰ καλὰ καὶ κίβδηλα ἀργύρια X. Oec. 19.16 .


ShortDef

to test closely

Debugging

Headword:
διαδοκιμάζω
Headword (normalized):
διαδοκιμάζω
Headword (normalized/stripped):
διαδοκιμαζω
IDX:
24717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24718
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδοκῐμάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distinguish by testing,</span> <span class="quote greek">τὰ καλὰ καὶ κίβδηλα ἀργύρια</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg003.perseus-grc1:19:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0032.tlg003.perseus-grc1:19.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">X.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oec.</span> 19.16 </a> .</div> </div><br><br>'}