Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
διαδοχή
View word page
διαδοκέω
διαδοκέω, plpf. Pass. διεδέδοκτο
A). it had been determined, v.l. in J. Vit. 11 .


ShortDef

it had been determined

Debugging

Headword:
διαδοκέω
Headword (normalized):
διαδοκέω
Headword (normalized/stripped):
διαδοκεω
IDX:
24716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24717
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδοκέω</span>, plpf. Pass. <span class="foreign greek">διεδέδοκτο</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">it had been determined,</span> v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg002.perseus-grc1:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0526.tlg002.perseus-grc1:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">J.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Vit.</span> 11 </a>.</div> </div><br><br>'}