Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
διαδότης
View word page
διαδοιδυκίζω
διαδοιδῡκίζω,(δοίδυξ)
A). make a closed fist like a pestle, Com.Adesp. 973 .
II). = ὀρχεῖσθαι ἀσχημόνως , ibid.


ShortDef

make a closed fist like a pestle

Debugging

Headword:
διαδοιδυκίζω
Headword (normalized):
διαδοιδυκίζω
Headword (normalized/stripped):
διαδοιδυκιζω
IDX:
24715
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24716
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδοιδῡκίζω</span>,(<span class="etym greek">δοίδυξ</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">make a closed fist like a pestle,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:973" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0408.tlg001:973/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Com.Adesp.</span> 973 </a>. </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"> <span><strong>II).</strong></span> = <span class="ref greek">ὀρχεῖσθαι ἀσχημόνως</span> , ibid.</div> </div><br><br>'}