Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
διαδοτέος
View word page
διαδιφρεύω
διαδιφρεύω,
A). drive horses as in a chariot-race, E. Or. 990 (lyr.).


ShortDef

to drive

Debugging

Headword:
διαδιφρεύω
Headword (normalized):
διαδιφρεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδιφρευω
IDX:
24714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24715
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδιφρεύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">drive</span> horses <span class="tr" style="font-weight: bold;">as in a chariot-race,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:990" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg016.perseus-grc1:990/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Or.</span> 990 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}