Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
διάδοσις
View word page
διάδικος
διάδῐκος·
τὸ εἰς δίκην καλεῖν
( Att.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διάδικος
Headword (normalized):
διάδικος
Headword (normalized/stripped):
διαδικος
IDX:
24713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24714
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάδῐκος·</span> <span class="foreign greek">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</span> ( Att.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}