Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
διαδορατίζομαι
διαδορατισμός
View word page
διαδικέω2
δι-ᾰδῐκέω (B),
A). do wrong, injure, D.C. 58.16 .


ShortDef

contend at law (δια-)
do wrong, injure (δι-)

Debugging

Headword:
διαδικέω2
Headword (normalized):
διαδικέω
Headword (normalized/stripped):
διαδικεω2
IDX:
24712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24713
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δι-ᾰδῐκέω</span> (B), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">do wrong, injure,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:58:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0385.tlg001:58.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> 58.16 </a>.</div> </div><br><br>'}