Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
διαδιφρεύω
διαδοιδυκίζω
διαδοκέω
διαδοκιμάζω
διαδοκίς
διάδομα
διαδοξάζω
View word page
διαδικασμός
διαδῐκ-ασμός
,
ὁ
,
A).
lawsuit: contention,
Aq.
Ez.
48.28
.
ShortDef
lawsuit: contention
Debugging
Headword:
διαδικασμός
Headword (normalized):
διαδικασμός
Headword (normalized/stripped):
διαδικασμος
IDX:
24710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24711
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδῐκ-ασμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lawsuit: contention,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ez.</span> 48.28 </span>.</div> </div><br><br>'}