Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
διάδικος
View word page
διαδηματοφόρος
διαδημᾰτοφόρος, ον,
A). bearing a diadem, καυσία Plu. Ant. 54 .


ShortDef

wearing a diadem

Debugging

Headword:
διαδηματοφόρος
Headword (normalized):
διαδηματοφόρος
Headword (normalized/stripped):
διαδηματοφορος
IDX:
24703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24704
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδημᾰτοφόρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bearing a diadem,</span> <span class="quote greek">καυσία</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg058:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg058:54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ant.</span> 54 </a> .</div> </div><br><br>'}