Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
διαδηματίζομαι
διαδηματοφόρος
διαδιδράσκω
διαδίδωμι
διαδικάζω
διαδικαιόω
διαδικασία
διαδίκασμα
διαδικασμός
διαδικέω1
διαδικέω2
View word page
διαδηματίζομαι
διαδημᾰτίζομαι
,
A).
wear the
διάδημα,
Aq.
Ps.
21(22).13
.
ShortDef
wear the διάδημα
Debugging
Headword:
διαδηματίζομαι
Headword (normalized):
διαδηματίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαδηματιζομαι
IDX:
24702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24703
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδημᾰτίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">wear the</span> <span class="foreign greek">διάδημα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aq.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ps.</span> 21(22).13 </span>.</div> </div><br><br>'}