Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέλλειν
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμεύω
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
διάδημα
View word page
διαδεσμεύω
δια-δεσμεύω, = sq., Sor. 1.50 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδεσμεύω
Headword (normalized):
διαδεσμεύω
Headword (normalized/stripped):
διαδεσμευω
IDX:
24691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-δεσμεύω</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:50" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.50/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.50 </a>.</div><br><br>'}