Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέλλειν
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμεύω
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
διάδετος
διαδέχομαι
διαδέω
διαδηλέομαι
διάδηλος
διαδηλόω
View word page
διάδεσμα
διά-δεσμα
,
ατος
,
τό
,
A).
tree-mallow, Lavatera arborea,
Zoroaster ap.Ps.-
Dsc.
2.118
.
ShortDef
tree-mallow, Lavatera arborea
Debugging
Headword:
διάδεσμα
Headword (normalized):
διάδεσμα
Headword (normalized/stripped):
διαδεσμα
IDX:
24690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24691
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-δεσμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tree-mallow, Lavatera arborea,</span> Zoroaster ap.Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 2.118 </span>.</div> </div><br><br>'}