Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέλλειν
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
διάδεσις
διάδεσμα
διαδεσμεύω
διαδεσμέω
διάδεσμος
διαδετέον
View word page
διαδέλλειν
διαδέλλειν· διασπᾶν, Hsch.; cf. διαδηλέομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαδέλλειν
Headword (normalized):
διαδέλλειν
Headword (normalized/stripped):
διαδελλειν
IDX:
24684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24685
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδέλλειν·</span> <span class="foreign greek">διασπᾶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; cf. <span class="foreign greek">διαδηλέομαι.</span> </div><br><br>'}