διαδατέομαι
διαδᾰτέομαι, aor.
A). διεδασάμην (v. infr.):
1). in reciprocal sense, divide among themselves, διὰ κτῆσιν δατέοντο , 5.158 Th. 606 , cf. O. 1.51 ; δ. τὴν ληΐην . 8.121
2). in act.sense, divide, distribute, διὰ παῦρα δασάσκετο ( Ion. iterative form) ; 9.333 ἐς φυλὰς διεδάσαντο distributed them among the tribes, :— Pass., 4.145 to be divided, γῆς διαδατουμένης BC 1.1 .