Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέλλειν
διαδέξιος
διάδεξις
διαδέρκομαι
διαδέρω
View word page
διαδακρύω
διαδακρύω [ῡ],
A). weep, D.H. 10.17 (s. v.l.).


ShortDef

weep

Debugging

Headword:
διαδακρύω
Headword (normalized):
διαδακρύω
Headword (normalized/stripped):
διαδακρυω
IDX:
24678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαδακρύω</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">weep,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:10:17" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg001:10.17/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> 10.17 </a> (s. v.l.).</div> </div><br><br>'}