Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγωγεύς
διαγωγή
διαγωγικός
διαγώγιον
διαγωνία
διαγωνιάω
διαγωνίζομαι
διαγώνιος
διαγωνισμός
διαγωνιστέον
διαγωνοθετέω
διαδάκνω
διαδακρύω
διαδάπτω
διαδατέομαι
διαδείκνυμι
διαδεκτήρ
διαδέκτωρ
διαδέλλειν
διαδέξιος
διάδεξις
View word page
διαγωνοθετέω
διᾰγωνοθετέω,
A). set at variance, Plb. 25.4.7 .


ShortDef

set at variance

Debugging

Headword:
διαγωνοθετέω
Headword (normalized):
διαγωνοθετέω
Headword (normalized/stripped):
διαγωνοθετεω
IDX:
24676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24677
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰγωνοθετέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">set at variance,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:25:4:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:25:4:7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 25.4.7 </a>.</div> </div><br><br>'}