Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφάριος
διαγραφεύς
διαγραφή
διάγραφον
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
διαγυμνόω
διάγχω
διάγω
View word page
διάγραφον
διάγρᾰφ-ον, τό, dub. in POxy. 127.2 (vi A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάγραφον
Headword (normalized):
διάγραφον
Headword (normalized/stripped):
διαγραφον
IDX:
24655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24656
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάγρᾰφ-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 127.2 </span> (vi A. D.).</div><br><br>'}