Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφάριος
διαγραφεύς
διαγραφή
διάγραφον
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
διαγυμνάζω
View word page
διαγραφάριος
διαγρᾰφ-άριος·
ὁ ἀπαιτῶν δημόσια,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαγραφάριος
Headword (normalized):
διαγραφάριος
Headword (normalized/stripped):
διαγραφαριος
IDX:
24652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24653
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγρᾰφ-άριος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀπαιτῶν δημόσια,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}