Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφάριος
διαγραφεύς
διαγραφή
διάγραφον
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
διάγυιος
View word page
διάγραπτος
διάγραπ-τος, ον,
A). struck out of the list, δίκη Hsch.


ShortDef

struck out of the list

Debugging

Headword:
διάγραπτος
Headword (normalized):
διάγραπτος
Headword (normalized/stripped):
διαγραπτος
IDX:
24651
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24652
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάγραπ-τος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">struck out of the list,</span> <span class="quote greek">δίκη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}