Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφάριος
διαγραφεύς
διαγραφή
διάγραφον
διαγράφω
διαγρηγορέω
διαγριαίνω
διαγρυπνέω
διαγρυπνητής
View word page
διαγραπτέον
διαγραπ-τέον,(διαγράφω IV)
A). one must strike out, erase, Phryn. 368 .


ShortDef

one must strike out, erase

Debugging

Headword:
διαγραπτέον
Headword (normalized):
διαγραπτέον
Headword (normalized/stripped):
διαγραπτεον
IDX:
24650
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24651
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγραπ-τέον</span>,(<span class="foreign greek">διαγράφω</span> IV) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must strike out, erase,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phryn.</span> 368 </span>.</div> </div><br><br>'}