Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διαγνωρισμός
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφάριος
διαγραφεύς
διαγραφή
διάγραφον
View word page
διαγόρευσις
διαγόρ-ευσις, εως, ,
A). declaration, Porph. ap. Stob. 2.8.42 .


ShortDef

declaration

Debugging

Headword:
διαγόρευσις
Headword (normalized):
διαγόρευσις
Headword (normalized/stripped):
διαγορευσις
IDX:
24645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24646
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγόρ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">declaration,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 2.8.42 </span>.</div> </div><br><br>'}