Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διαγνωρισμός
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
διαγραφάριος
διαγραφεύς
View word page
διαγνωστός
δια-γνωστός, , όν,
A). to be distinguished, Gal. 8.940 .


ShortDef

to be distinguished

Debugging

Headword:
διαγνωστός
Headword (normalized):
διαγνωστός
Headword (normalized/stripped):
διαγνωστος
IDX:
24643
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24644
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-γνωστός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be distinguished,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.940 </span>.</div> </div><br><br>'}