Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάγματα
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διαγνωρισμός
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
διαγραμμισμός
διαγραπτέον
διάγραπτος
View word page
διαγνώστης
δια-γνώστης, ου, ,
A). examining magistrate, = Lat. cognitor, Gloss.


ShortDef

examining magistrate

Debugging

Headword:
διαγνώστης
Headword (normalized):
διαγνώστης
Headword (normalized/stripped):
διαγνωστης
IDX:
24641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24642
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-γνώστης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">examining magistrate,</span> = Lat. <span class="tr" style="font-weight: bold;">cognitor,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}