Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διάγματα
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διαγνωρισμός
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
διαγνωστός
διαγογγύζω
διαγόρευσις
διαγορεύω
διάγραμμα
διαγραμμίζω
View word page
διαγνωρισμός
διαγνωρ-ισμός
,
ὁ
,
A).
=
διάγνωσις
,
Gal.
17(1).141
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαγνωρισμός
Headword (normalized):
διαγνωρισμός
Headword (normalized/stripped):
διαγνωρισμος
IDX:
24638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24639
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγνωρ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διάγνωσις</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).141 </span>.</div> </div><br><br>'}