Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγκωνισμός
διαγλαίνειν
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διάγματα
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διαγνωρισμός
διάγνωσις
διαγνωστέον
διαγνώστης
διαγνωστικός
View word page
διαγνοέω
διαγνοέω,
A). to be ignorant of:— Pass., dub. in Philostr. Her.Prooem.


ShortDef

to be ignorant of

Debugging

Headword:
διαγνοέω
Headword (normalized):
διαγνοέω
Headword (normalized/stripped):
διαγνοεω
IDX:
24632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24633
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγνοέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be ignorant of</span>:— Pass., dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Her.Prooem.</span> </span> </div> </div><br><br>'}