Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαίνειν
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διάγματα
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
διαγνωρισμός
View word page
διαγλυφή
δια-γλῠφή, ,
A). scooping out, Orib. 49.4.28 .


ShortDef

scooping out

Debugging

Headword:
διαγλυφή
Headword (normalized):
διαγλυφή
Headword (normalized/stripped):
διαγλυφη
IDX:
24628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24629
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-γλῠφή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">scooping out,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:49:4:28" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:49:4:28/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Orib.</span> 49.4.28 </a>.</div> </div><br><br>'}