Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαίνειν
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διάγματα
διαγνοέω
διάγνοια
διαγνώμη
διαγνωμονέω
διαγνώμων
διαγνωρίζω
View word page
διάγλυπτος
διά-γλυπτος, ον,
A). divided, of a quill-pen, AP 6.227 ( Crin.).


ShortDef

carved in intaglio, engraved

Debugging

Headword:
διάγλυπτος
Headword (normalized):
διάγλυπτος
Headword (normalized/stripped):
διαγλυπτος
IDX:
24627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24628
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διά-γλυπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divided,</span> of a quill-pen, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 6.227 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Crin.</span></span>).</div> </div><br><br>'}