Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγενής
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαίνειν
διαγλαύσσω
διαγλάφω
διάγλυμμα
διάγλυπτος
διαγλυφή
διάγλυφος
διαγλύφω
διάγματα
διαγνοέω
διάγνοια
View word page
διαγλαίνειν
διαγλαίνειν· διαλυμαίνεσθαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαγλαίνειν
Headword (normalized):
διαγλαίνειν
Headword (normalized/stripped):
διαγλαινειν
IDX:
24623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24624
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγλαίνειν·</span> <span class="foreign greek">διαλυμαίνεσθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}