Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγ[ειτ]ονία
διαγελάω
διαγέλως
διαγενής
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
διαγλαίνειν
View word page
διαγενής
διαγενής·
εὐγενής,
Hsch.
(fort.
διογενής
).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διαγενής
Headword (normalized):
διαγενής
Headword (normalized/stripped):
διαγενης
IDX:
24613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24614
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγενής·</span> <span class="foreign greek">εὐγενής,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">διογενής</span>).</div><br><br>'}