Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγ[ειτ]ονία
διαγελάω
διαγέλως
διαγενής
διάγευσις
διαγεύω
διαγιγγράζω
διαγίγνομαι
διαγιγνώσκω
διαγκυλόομαι
διάγκυλος
διαγκωνίζομαι
διαγκωνισμός
View word page
διαγέλως
διαγέλως, ωτος, ,
A). derision, prob. in Phld. Herc. 1251.17 .


ShortDef

derision

Debugging

Headword:
διαγέλως
Headword (normalized):
διαγέλως
Headword (normalized/stripped):
διαγελως
IDX:
24612
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24613
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγέλως</span>, <span class="itype greek">ωτος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">derision,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1251.17 </span>.</div> </div><br><br>'}