Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύσσει
διαβύω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγ[ειτ]ονία
διαγελάω
διαγέλως
διαγενής
διάγευσις
View word page
διαγαυριάω
διαγαυριάω,
A). plume oneself, strut about, EM 270.38 . διάγγαρον· δικέφαλον, Hsch.


ShortDef

plume oneself, strut about

Debugging

Headword:
διαγαυριάω
Headword (normalized):
διαγαυριάω
Headword (normalized/stripped):
διαγαυριαω
IDX:
24604
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24605
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαγαυριάω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">plume oneself, strut about,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 270.38 </span>. <span class="orth greek">διάγγαρον·</span> <span class="foreign greek">δικέφαλον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}