Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύσσει
διαβύω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
διαγγελτέον
διαγ[ειτ]ονία
διαγελάω
διαγέλως
διαγενής
View word page
διαγαπάω
διᾰγᾰπάω, strengthd. for ἀγαπάω,
A). love, τὸν αὑτῆς ἄνδρα PMasp. 112.15 (vi A. D.).


ShortDef

love

Debugging

Headword:
διαγαπάω
Headword (normalized):
διαγαπάω
Headword (normalized/stripped):
διαγαπαω
IDX:
24603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24604
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰγᾰπάω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">ἀγαπάω,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">love,</span> <span class="quote greek">τὸν αὑτῆς ἄνδρα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMasp.</span> 112.15 </span> (vi A. D.).</div> </div><br><br>'}