Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύσσει
διαβύω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
διάγγελος
View word page
διαβύσσει
διαβύσσει· διακαμύσσει, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαβύσσει
Headword (normalized):
διαβύσσει
Headword (normalized/stripped):
διαβυσσει
IDX:
24598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24599
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαβύσσει·</span> <span class="foreign greek">διακαμύσσει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}