Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαβρεχής
διαβρέχω
διαβρίθει
διαβριμάομαι
διαβροχή
διαβροχισμός
διάβροχος
διάβρωμα
διάβρωσις
διαβρωτικός
διαβυνέω
διαβύσσει
διαβύω
διαγαληνίζω
διαγανακτέω
διαγανάκτησις
διαγαπάω
διαγαυριάω
διαγγελία
διαγγέλλω
διάγγελμα
View word page
διαβυνέω
δια-βυνέω, δια-βύνω,
A). v. διαβύω.


ShortDef

to thrust through so as to stop up

Debugging

Headword:
διαβυνέω
Headword (normalized):
διαβυνέω
Headword (normalized/stripped):
διαβυνεω
IDX:
24597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-24598
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δια-βυνέω</span>, <span class="orth greek">δια-βύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαβύω.</span> </div> </div><br><br>'}